info@bastogiannis.gr
nmpastogiannis@gmail.com
Λεωφ. Αλεξάνδρας 7, Αθήνα, Τ.Κ.11473

Διαμεσολάβηση

Ο Νικόλαος Μπαστογιάννης είναι Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής του ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΥΔΔΑΔ – ΑΜ 1983) – Φορέας: Αθηναϊκό Κέντρο Κατάρτισης & Εκπαίδευσης Διαμεσολαβητών Α.Κ.Κ.Ε.Δ. – ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ)

Σεμινάρια:

  • Ο Νομικός Παραστάτης στην Διαμεσολάβηση (Resolve)
  • Διαμεσολάβηση: τι ισχύει μετά τον ν.4640/2019 (Ελληνικό Κέντρο Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας)
  • Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης, μία νέα καθημερινότητα (Φορέας Κατάρτισης Διαμεσολαβητών Παντείου Πανεπιστημίου)
  • Εναλλακτική & Ηλεκτρονική Επίλυση Καταναλωτικών Διαφορών (ADR point)

Τι είναι η Διαμεσολάβηση;

Η διαμεσολάβηση είναι ένας εξωδικαστικός τρόπος επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, στην οποία τα μέρη με τη βοήθεια και συνδρομή του διαμεσολαβητή επιχειρούν να καταλήξουν μέσω της διαπραγμάτευσης μεταξύ τους, σε μία βιώσιμη και αμοιβαία ικανοποιητική διευθέτηση της διαφοράς τους.

Με τον νόμο  Ν.  4640/2019  (ΦΕΚ Α’ 190/30.11.2019) Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Περαιτέρω εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 και άλλες διατάξεις, ορίζεται ότι:

 «Ως διαμεσολάβηση, νοείται μια διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας με βασικά χαρακτηριστικά την εμπιστευτικότητα και την ιδιωτική αυτονομία, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη επιχειρούν εκουσίως, με καλόπιστη συμπεριφορά και συναλλακτική ευθύτητα, να επιλύσουν με συμφωνία μία διαφορά τους με τη βοήθεια διαμεσολαβητή.» (άρθρο 2§2 ν. 4640/2019)

Στην Διαμεσολάβηση συμμετέχουν ο Διαμεσολαβητής, τα  μέρη και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους (Νομικοί Παραστάτες).

Ως ιδιωτική διαφορά, νοείται η αμφισβήτηση για την ύπαρξη, την έκταση, το περιεχόμενο ή τα υποκείμενα ιδιωτικού δικαιώματος και ως ιδιωτικά δικαιώματα νοούνται όσα αναγνωρίζονται από το ιδιωτικό δίκαιο. (άρθρο 2§1 του ν. 4640/2019)

Ο Ρόλος του Διαμεσολαβητή

Ο Διαμεσολαβητής είναι ένα τρίτο ουδέτερο πρόσωπο, το οποίο βοηθάει δύο ή περισσότερα μέρη να φτάσουν εκούσια σε μία συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς τους. Ο ρόλος του είναι αναγκαίος και απαραίτητος για την επίλυση της διαφοράς, όταν τα μέρη δεν επιχείρησαν ή απέτυχαν στις μεταξύ τους απευθείας διαπραγματεύσεις. Αναλαμβάνει να μεσολαβήσει και να βοηθήσει με τρόπο κατάλληλο, αμερόληπτο και αποτελεσματικό, ώστε να βρούν τα μέρη μία κοινά αποδεκτή λύση της διαφοράς τους. Στην πραγματικότητα συντονίζει τον διάλογο και παρεμβαίνει, διευκολύνοντας την επικοινωνία των μερών, ώστε να διευκρινιστούν τα σημεία της διαφοράς και να διαχωριστούν οι θέσεις των μερών από τα πραγματικά συμφέροντά τους. Επισημαίνει τα προβλήματα και εντοπίζει τα σημεία σύγκρουσης της διαφοράς. Βοηθά δηλαδή, ώστε τα ίδια τα μέρη να καταλήξουν σε μία ρεαλιστική και κοινά αποδεκτή λύση.

Δεν είναι Δικαστής, δεν εκδίδει δικαστική απόφαση, δεν κρίνει και δεν διατυπώνει καν δική του άποψη ή θέση.

Είναι ένας ανεξάρτητος και ειδικά καταρτισμένος μεσολαβητής, διαπιστευμένος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Κύρια, αλλά και αναγκαία, χαρακτηριστικά του είναι η ουδετερότητα, η ανεξαρτησία και η αμεροληψία του ως προς την διαφορά των μερών, το αντικείμενό της ή και ως προς τα ίδια τα μέρη.  Δεν αναλαμβάνει καθήκοντα σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων και τηρεί απόρρητες τις πληροφορίες που έχουν προκύψει από την διαμεσολάβηση ή σε σχέση με αυτήν (ρήτρα εχεμύθειας). 

Με τον νόμο Ν. 4640/2019  «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (2008/52/ΕΚ) ορίζεται ότι:

«Ως διαμεσολαβητής, νοείται τρίτο πρόσωπο σε σχέση με τα συμμετέχοντα μέρη και τη διαφορά, το οποίο αναλαμβάνει να διαμεσολαβήσει με κατάλληλο, αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο, διευκολύνοντάς τα να βρουν μια κοινά αποδεκτή λύση για τη διαφορά τους.» (άρθρο 2§ 3 Ν. 4640/2019).

Ποιές Διαφορές Επιλύονται με Διαμεσολάβηση

Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. (άρθρο 3§1 του ν. 4640/2019).

Ποιοί Συμμετέχουν στην Διαμεσολάβηση

Ο Διαμεσολαβητής, τα μέρη και οι νομικοί παραστάτες τους (πληρεξούσιοι δικηγόροι – προαιρετικά δε σε υποθέσεις καταναλωτικών διαφορών και μικροδιαφορών). Τα φυσικά πρόσωπα παρίστανται αυτοπροσώπως, ενώ τα νομικά πρόσωπα δια αντιπροσώπου, ήτοι από τον νόμιμο εκπρόσωπό τους ή από πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί ρητά για τον σκοπό αυτό (εξουσιοδότηση με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής).  Στην διαδικασία δύναται να μετέχει και τρίτο πρόσωπο, εφόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο, σε συμφωνία με τα μέρη και τον διαμεσολαβητή. Στην πράξη όμως η παρουσία τρίτου προσώπου θα πρέπει να αποφεύγεται διότι το τρίτο αυτό πρόσωπο δεν «καταθέτει» και δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο, αντιθέτως μπορεί να επιβαρύνει το κλίμα και την προσπάθεια συμβιβασμού, ενώ σε περίπτωση δικαστικής διένεξης δεν μπορεί να εξεταστεί ως μάρτυρας.   

Διαδικασία και Στάδια της Διαμεσολάβησης

Η διαδικασία της διαμεσολάβησης ξεκινά με το προπαρασκευαστικό στάδιο, κατά το οποίο ο διαμεσολαβητής πραγματοποιεί την αρχική επικοινωνία με τα μέρη ή τους δικηγόρους τους, περιγράφοντας και εξηγώντας την διαδικασία, τον εμπιστευτικό της χαρακτήρα, ενημερώνει για τα τυχόν αναγκαία έγγραφα (ενημερωτικά και νομιμοποιητικά), το συμφωνητικό υπαγωγής στη διαμεσολάβηση, τυχόν σύγκρουση συμφερόντων, την αμοιβή του, τον χρόνο και τον τόπο διεξαγωγής της, τα πρόσωπα που θα παραστούν.

Με την επιφύλαξη των ιδιαίτερων και μοναδικών χαρακτηριστικών της κάθε διαμεσολάβησης, με κριτήριο όμως πάντα τον εκούσιο χαρακτήρα της και την ελεύθερη βούληση των μερών, μία τυπική διαδικασία περιλαμβάνει, μετά το προπαρασκευαστικό στάδιο, την κοινή συνάντηση των μερών στον τόπο και χρόνο που έχει οριστεί. Ο διαμεσολαβητής ενημερώνει και επεξηγεί την διαδικασία και τον ρόλο του, ζητά την ενεργό συμμετοχή των μερών και τους προσκαλεί να παρουσιάσουν το αντικείμενο της διαφοράς από την δική τους οπτική γωνία.      

 Στη συνέχεια, ακολουθούν είτε κοινές είτε κατ’ ιδίαν συναντήσεις μεταξύ του διαμεσολαβητή και του κάθε μέρους, προκειμένου αυτός να βοηθήσει τα μέρη να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, μεταφέροντας από τη μία στην άλλη πλευρά προτάσεις και αντιπροτάσεις, πάντα, όμως, με την συναίνεσή τους. Στο τέλος της διαδικασίας ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό επίτευξης ή μη επίτευξης συμφωνίας, ανάλογα με το αν θα καταλήξουν ή όχι τα μέρη σε επίλυση της διαφοράς τους. Ο ρόλος των πληρεξουσίων δικηγόρων των μερών (νομικοί παραστάτες κατά την διαδικασία αυτή) είναι καθοριστικός και κρίσιμος, διότι με τις γνώσεις, την εμπειρία τους και τις νομικές τους συμβουλές καλούνται να συνδράμουν σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας με απώτερο σκοπό την ολοκλήρωσή της με την επίτευξη μίας συμφωνίας, συντάσσοντας αυτοί την τελική και κοινά αποδεκτή συμφωνία των μερών.

Υποχρεωτικότητα  &   Υ.Α.Σ.  (Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης)

Η διαμεσολάβηση δεν είναι υποχρεωτική.

Από τον ν. 4640/2019 έχει προβλεφθεί όμως η Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία σε συγκεκριμένες αστικές και εμπορικές διαφορές και εφόσον τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς τους. Οι υπαγόμενες διαφορές στην υποχρεωτική αυτή διαδικασία είναι οι εξής:  

α) Οι οικογενειακές διαφορές, εκτός από αυτές των περιπτώσεων α`, β` και γ` της παραγράφου 1, καθώς και εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 592 Κ.Πολ.Δ. (εκτός δηλαδή από διαζύγιο, ακύρωση γάμου, αναγνώριση ύπαρξης ή ανυπαρξίας γάμου, προσβολή πατρότητας, μητρότητας κλπ) 

β) Οι διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγονται στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και Πολυμελούς Πρωτοδικείου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,

γ) Οι διαφορές για τις οποίες σε έγγραφη συμφωνία των μερών προβλέπεται και είναι σε ισχύ ρήτρα διαμεσολάβησης.

(άρθρο 6 §1 ν. 4640/2019)

Στην πράξη πρόκειται για ένα υποχρεωτικό στάδιο μίας μόνο συνάντησης των μερών με τους νομικούς παραστάτες τους (δικηγόρους) ενώπιον του διαμεσολαβητή, με σκοπό να εξετάσουν αν η συγκεκριμένη διαφορά τους μπορεί να επιλυθεί με διαμεσολάβηση. Αυτή η συνάντηση ονομάζεται Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία (ΥΑΣ) και πρέπει να λάβει χώρα το αργότερο έως τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο.

Γιατί Διαμεσολάβηση;

Τα πλεονεκτήματα του Θεσμού

Τα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης σε σχέση με τους υπόλοιπους τρόπους επίλυσης μίας διαφοράς εντοπίζονται στα εξής:

  • ταχεία επίλυση της διαφοράς       

Με την διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι δυνατή η επίλυση μίας διαφοράς συνήθως μέσα σε μία μόλις ημέρα και μάλιστα μετά από διαδικασία κάποιων ωρών, όταν για την τελεσιδικία μίας υπόθεσης από τα δικαστήρια απαιτούνται κατά μέσο όρο τουλάχιστον τέσσερα (4) χρόνια.

  •    απόρρητο της διαδικασίας – εμπιστευτικότητα

Η διαδικασία έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και δεν τηρούνται πρακτικά. Δεν επιτρέπεται  να δημοσιοποιούνται ευαίσθητες πληροφορίες, οι οποίες αφορούν τα μέρη και τη διαφορά που τους απασχολεί. Πριν την έναρξη της διαδικασίας όλοι οι συμμετέχοντες δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας.  Περαιτέρω, ο διαμεσολαβητής μπορεί να επικοινωνεί και να συναντάται με καθένα από τα μέρη ξεχωριστά και τις πληροφορίες που αντλεί, κατά τις επαφές αυτές με το ένα μέρος δεν επιτρέπεται να τις γνωστοποιεί στο άλλο μέρος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του. Δημιουργείται με τον τρόπο αυτό ένα περιβάλλον ευνοϊκό για την επίλυση της διαφοράς, που διαφυλάσσει τα μέρη από αρνητική δημοσιότητα και παράλληλα τα διευκολύνει να διατηρήσουν καλό κλίμα μεταξύ τους.

  •      αμεροληψία διαμεσολαβητή,  εκούσιος χαρακτήρας της διαδικασίας,   ελεύθερη βούληση των μερών

Ο διαμεσολαβητής είναι τρίτο πρόσωπο σε σχέση με τα μέρη και είναι ουδέτερος, ανεξάρτητος και αμερόληπτος. Σε κάθε περίπτωση επιλέγεται και συμφωνείται από τα ίδια τα μέρη. Ο διαμεσολαβητής δεν εκδίδει απόφαση, δεν κρίνει και δεν εκφράζει άποψη επι της διαφοράς. Τα μέρη θα αποφασίσουν αν θα συμφωνήσουν και ποιο θα είναι το περιεχόμενο της συμφωνίας τους. Κάθε μέρος μπορεί να αποχωρήσει ελεύθερα από την διαδικασία. Δεν υπάρχει ενάγων και εναγόμενος, θύμα και υπαίτιος. Δεν αποδίδονται ευθύνες και δεν κρίνεται το νομικά σωστό και δίκαιο. Τα ίδια τα μέρη θα ξεκαθαρίσουν και θα προσδιορίσουν τις θέσεις και τα συμφέροντά τους και αυτά θα επιλέξουν στο τέλος ποιο είναι κατά την γνώμη τους το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, ηθικά, υλικά ή συναισθηματικά, με συνεννόηση και αμοιβαίες εξηγήσεις, διευκρινίσεις ή και υποχωρήσεις. Καμία λύση δεν τους επιβάλλεται, σε αντίθεση με την δικαστήριο ή την διαιτησία.

  • εξοικονόμηση κόστους

Είναι ευνόητο και προφανές ότι η διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι πολύ πιο συμφέρουσα οικονομικά από οποιονδήποτε πολυδάπανο και χρονοβόρο δικαστικό αγώνα. Το κόστος επίσης μίας πολυετούς και επίπονης δικαστικής διαμάχης για τον κάθε διάδικο, δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και ψυχολογικό, αν συνυπολογιστεί η μακροχρόνια ταλαιπωρία και ενασχόλησή του με την υπόθεση. 

Στην διαμεσολάβηση το κόστος περιορίζεται στην αμοιβή του διαμεσολαβητή, η οποία μάλιστα κατανέμεται κατ’ ισομοιρία στα μέρη, καθώς και στην αμοιβή του νομικού παραστάτη του κάθε μέρους.

  • η ισχύς της συμφωνίας  – ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑ  

Το πρακτικό επίτευξης συμφωνίας, υπογράφεται από όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία και δύναται να κατατεθεί στη γραμματεία του αρμόδιου Πρωτοδικείου από οποιοδήποτε των μερών, ώστε να αποτελεί εκτελεστό τίτλο υπό τις προϋποθέσεις του  νόμου.

Κατά το άρθρο 8 του ν. 4640/2019 «Εκτελεστότητα των συμφωνιών που προκύπτουν από τη διαμεσολάβηση», ορίζεται μεταξύ άλλων ότι:   «Μετά το πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης, το πρακτικό υπογράφεται από τον διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους νομικούς παραστάτες τους. Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, το πρακτικό μπορεί να υπογράφεται μόνο από τον διαμεσολαβητή. Κάθε μέρος δύναται να καταθέσει το πρακτικό επίτευξης συμφωνίας οποτεδήποτε στη γραμματεία του καθ` ύλην και κατά τόπο αρμόδιου δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η εκδίκαση της υπόθεσης. Μετά την κατάθεση του πρακτικού στο Δικαστήριο η άσκηση αγωγής για την ίδια διαφορά είναι απαράδεκτη στο μέτρο που το αντικείμενό της καλύπτεται από τη συμφωνία των μερών, τυχόν δε εκκρεμής δίκη καταργείται…. Το πρακτικό της διαμεσολάβησης του παρόντος άρθρου αποτελεί, από την κατάθεσή του στη γραμματεία του κατά την παράγραφο 2 αρμόδιου δικαστηρίου, εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με την περίπτωση ζ` της παραγράφου 2 του άρθρου 904 Κ.Πολ.Δ., εφόσον η συμφωνία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης. Το απόγραφο εκδίδεται ατελώς από τον δικαστή ή τον πρόεδρο του κατά την παράγραφο 2 αρμόδιου Δικαστηρίου…» (άρθρο 8 §§2,3 του ν. 4640/2019)